
Θανάσης Φωτίου
Αυτό που εδώ και χρόνια παρατηρούμε να συμβαίνει στην Ευρώπη, στην Αμερική και αλλού, με την ολοένα αυξανόμενη επιρροή κομμάτων και προσώπων που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν την «πραγματική θέληση του λαού», αναμένεται να περάσει θριαμβευτικά την πόρτα μας. Υπό την προϋπόθεση ότι θα επαληθευτούν και στην κάλπη τα δημοσκοπικά ευρήματα, τα οποία, εκτός από τη δυναμική που εκ νέου καταγράφει το ΕΛΑΜ –μέχρι τώρα στην Κύπρο είχαμε δει τη ροπή στον σύγχρονο λαϊκισμό να εκφράζεται μέσα από την ενίσχυση της Ακροδεξιάς– δείχνουν ότι δύο άλλοι σχηματισμοί έρχονται να ανακατέψουν για τα καλά την τράπουλα: Το ΑΛΜΑ, του Οδυσσέα Μιχαηλίδη και η Άμεση Δημοκρατία, του Φειδία Παναγιώτου. Έχοντας μεν αισθητές μεταξύ τους διαφορές, τα τρία αυτά σχήματα –ΕΛΑΜ, ΑΛΜΑ, Άμεση Δημοκρατία– φαίνεται να σχηματίζουν το ισχυρό μέτωπο του χαμαιλεοντικού φαινομένου του λαϊκισμού, αυτού που αποκαλούμε «μη συστημικά πολιτικά κόμματα». Εύηχος χαρακτηρισμός μεν, όχι εύκολη υπόθεση δε.
«Αγνός λαός» Vs «διεφθαρμένη ελίτ»
Αν και ο όρος έχει «κακοποιηθεί» από τη συχνότητα και την ως επί το πλείστον αβαθή χρήση του, γεγονός που δυσκολεύει στην κατανόηση του φαινομένου, ο λαϊκισμός δεν είναι συνώνυμο της δημαγωγίας που μετέρχεται το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα με σκοπό την υποκλοπή της λαϊκής ψήφου. Η δημαγωγία είναι τεχνική εξουσίας. Τη βλέπουμε μέσα στο σύστημα, όχι εναντίον του. Ο λαϊκισμός επιχειρεί ρήξη, κινείται εναντίον του συστήματος.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η δημαγωγία στρώνει το χαλί στον λαϊκισμό. Κανονικοποιεί το ψέμα και διαβρώνει την εμπιστοσύνη αργά. Ο λαϊκισμός παίρνει τη φθορά και την κάνει σύγκρουση, μετατρέπει τη δυσαρέσκεια σε πολωτική αντιπαλότητα μεταξύ «καλού» και «κακού», επιχειρεί θεσμική αποδόμηση. Χωρίς θεσμικά αντίβαρα, έχουμε αυταρχισμό. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι η δημαγωγία κοροϊδεύει τον πολίτη. Ο σύγχρονος λαϊκισμός τον στρατολογεί.
Ο λαϊκισμός, ως μια thin-centered ideology, σύμφωνα με την πολιτική επιστήμη, είναι μια προσέγγιση στην πολιτική, πυρήνας της οποίας είναι ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε δύο εχθρικά στρατόπεδα: από τη μία πλευρά ο «αγνός και δίκαιος λαός» και από την άλλη η «διεφθαρμένη ελίτ» (πολιτικοί, τραπεζίτες και ό,τι συνθέτει αυτό που ονομάζουμε «κατεστημένο»).
Με ελαφρές διαφοροποιήσεις, ένα λαϊκίστικο κόμμα ή ένας λαϊκιστής ηγέτης ισχυρίζεται ότι είναι η αυθεντική φωνή των απλών πολιτών, υποστηρίζοντας ότι η θέληση του λαού εμποδίζεται από «σκοτεινά συμφέροντα». Υιοθετεί ευκολόπεπτη ρητορική, δημιουργεί ψευδοδιλήμματα (ταυτότητας, ασφάλειας, απειλών) που ταμπουρώνουν τους πολίτες, η θεματική του εστιάζει μόνο σε λίγα, συγκεκριμένα ζητήματα (εξού και thin ideology) και υπόσχεται λύσεις απλοϊκές και γρήγορες σε πολύ σύνθετα προβλήματα.
Παρότι η «στροφή» των πολιτών σε οτιδήποτε αυτοχαρακτηρίζεται «αντισυστημικό» συντελείται από την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τα τελευταία χρόνια διάφοροι παράγοντες (οικονομική αβεβαιότητα και ενίσχυση ανισοτήτων, κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και απογοήτευση από παραδοσιακά κόμματα, μεταναστευτικό, εθνική ταυτότητα και ανασφάλεια κ.α.) ενίσχυσαν τα λαϊκιστικά και ακροδεξιά κινήματα παγκοσμίως.
Σ’ αυτό συνέτεινε τόσο το γεγονός ότι η λαϊκιστική και ακροδεξιά ρητορική ενσωματώνεται όλο και περισσότερο από κεντροδεξιά κόμματα, οδηγώντας σε μια διεθνή τάση «κανονικοποίησής» τους, όσο και η χρήση των κοινωνικών δικτύων ως υποκατάστατο πολιτικής που επιταχύνει τη διάδοση λαϊκίστικων μηνυμάτων. Εκεί κυριαρχεί το συναίσθημα, η απλοποίηση, οι ατάκες, η ταύτιση με πρόσωπα και όχι με ιδέες.
Χαμαιλεοντικό φαινόμενο
Ο λαϊκισμός παρουσιάζει δεξιές όσο και αριστερές εκδηλώσεις. Όπως σημειώνει ο κορυφαίος θεωρητικός του λαϊκισμού, ο Αργεντινός Eρνέστο Λακλάου, «ο λαϊκισμός δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι κίνημα […] είναι ένας τρόπος να οικοδομηθεί το πολιτικό. Θέτει τους “από κάτω”, αυτούς που είναι στον πάτο του συστήματος, ενάντια στο σύστημα. Μια τέτοια επίκληση μπορεί να γίνει και από τα δεξιά και από τα αριστερά».
Αυτή είναι και η δύναμή του. To γεγονός ότι (με εξαίρεση τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει το λεξιλόγιο της Ακροδεξιάς) ο σύγχρονος λαϊκισμός «μιλά» στο όνομα της ευρύτερης «κοινής λογικής», της «σιωπηλής πλειοψηφίας», του «νοικοκύρη», του «αδικημένου πολίτη» που νιώθει εκτός συστήματος. Αυτό εξηγεί και τους λόγους που διαπερνά ιδεολογικά στρατόπεδα, αποσταθεροποιεί κλασικές διαχωριστικές γραμμές και προκαλεί αυτό που στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται ως «ρευστότητα του εκλογικού σώματος».
Η τριπλή φύση του λαϊκισμού στην Κύπρο
Η Κύπρος αποτελεί σήμερα ένα συμπυκνωμένο παράδειγμα της ευρωπαϊκής κρίσης εκπροσώπησης. Το πολιτικό της σύστημα είναι μικρό, προσωποκεντρικό μέχρι πρόσφατα και ιδιαίτερα ευάλωτο στη φθορά, ένεκα και της ασυνέπειας λόγων και έργων που το χαρακτηρίζει και της ανικανότητας να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε βασικά κοινωνικά προβλήματα. Τα τελευταία χρόνια συντελέστηκε μια βαθιά διάβρωση εμπιστοσύνης λόγω της πληθώρας των σκανδάλων, της αίσθησης ατιμωρησίας και της αναξιοκρατίας. Το κυριότερο, ο παραδοσιακός κομματισμός δείχνει ανίκανος να αυτοκριθεί και ακόμη πιο ανίκανος να πείσει ότι μπορεί να μεταρρυθμιστεί. Ως απάντηση σε ένα σύστημα που εμφανίζεται αποκομμένο, αυτάρεσκο και αναποτελεσματικό, εμφανίζονται τα εξής:
1 ΕΛΑΜ: Ο λαϊκισμός της «εθνικής ταυτότητας»
Η συνεχής άνοδος του ΕΛΑΜ δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα της Κύπρου. Εντάσσεται πλήρως στο ευρωπαϊκό κύμα της Άκρας Δεξιάς και του εθνοκεντρικού λαϊκισμού που στην Κύπρο, ελέω του προσοδοφόρου εδάφους που ακούει στο όνομα «κυπριακό πρόβλημα», εμφανίζεται ακόμα πιο ενισχυμένος.
Το ΕΛΑΜ εκφράζει φόβους υπόθαλψης του κλασικού πατρίς - θρησκεία - οικογένεια, αφελληνισμού και πολιτισμικής απώλειας, ανασφάλειας ένεκα μεταναστευτικού αλλά και μια γενικότερη τιμωρητική διάθεση προς το «πολιτικό σύστημα», αναλόγως πάντοτε των συμφερόντων του, πάγιων ή ευκαιριακών, καθώς συχνά-πυκνά αποδεικνύεται πιο συστημικό κι από τα «συστημικά κόμματα».
Η αντοχή του και η σταθερή συνεχιζόμενη άνοδός του, οφείλεται στο ότι διατηρεί εν πολλοίς πειθαρχημένο και συνεκτικό λόγο σε πολύ συγκεκριμένα ζητήματα, εκμεταλλευόμενο υπαρκτές ή καλλιεργώντας ανεδαφικές φοβίες στην κοινωνία και κατασκευάζοντας με τη ρητορική του έναν σαφή διαχωρισμό «εμείς και οι άλλοι», γεγονός που βοηθά την «αντισυστημική» εικόνα που κατάφερε να καλλιεργήσει και να μεταδώσει.
Το γεγονός ότι οι οπαδοί του ΕΛΑΜ αρνούνται να δουν και να διαπιστώσουν τους ψευδείς ισχυρισμούς της ηγεσίας τους σε πολλά θέματα –π.χ. όσον αφορά στη μήτρα που το γέννησε και στους στενότατους δεσμούς των στελεχών του με την εγκληματική Χρυσή Αυγή, την ανακολουθία και την ανευθυνότητα που επιδεικνύουν κάθε φορά που αρνούνται να υπερασπιστούν θέσεις τους, απόψεις τους, ενέργειές τους που τεκμηριώνονται πέραν πάσης αμφιβολίας από πληθώρα στοιχείων, την αντιδημοκρατικότητα που τους χαρακτηρίζει ως κόμμα καθότι ουδέποτε πραγματοποίησαν εκλογές, το γεγονός ότι κατά καιρούς αποδεικνύεται δεκανίκι του συστήματος, όπως και την εξόφθαλμη υποκρισία σε σχέση με τον εθνικιστικό παροξυσμό που τους διακατέχει, η οποία αποκαλύπτεται από τη μη στράτευση της πλειοψηφίας του «βασικού ηγετικού πυρήνα», μαρτυρεί δύο εντυπωσιακά στοιχεία: από τη μια το τεράστιο μέγεθος της απαξίωσης τους προς το «σύστημα» και από την άλλη τη δυσανάλογου μεγέθους κριτική τους αντίληψη.
2 ΑΛΜΑ: Ο ηθικός λαϊκισμός της κάθαρσης
Το ΑΛΜΑ και ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Πιο σύνθετη, ενδεχομένως πιο «ύπουλη» επειδή εμφανίζεται πιο «θεσμική», ωστόσο και πιο αμφίσημη. Εδώ έχουμε μια αντι-κομματική λογική με θεσμικό πρόσωπο που υπόσχεται κάθαρση, διαφάνεια, λογοδοσία, με προμετωπίδα το σύνθημα: «εγώ τα έβαλα με το σύστημα». Εδώ ο λαϊκισμός δεν οικοδομείται πάνω στην ταυτότητα, αλλά πάνω στην ηθική. Εδώ έχουμε έναν λαϊκισμό σχετικά χαμηλής έντασης, αλλά υψηλής απήχησης και με ισχυρή προσωποποίηση της λύσης. Το βασικό αφήγημα είναι ότι υπάρχει ένας έντιμος άνθρωπος που τα έβαλε με το σύστημα, πολεμήθηκε από αυτό και είναι ο μόνος που μπορεί να το καθαρίσει. Η πρόκληση είναι προφανής και σ’ αυτήν έγκειται και η αμφισημία: όταν η πολιτική ανάγεται σε ζήτημα ηθικής ανωτερότητας ενός προσώπου, οι συλλογικές διαδικασίες και τα θεσμικά αντίβαρα περνούν σε δεύτερο πλάνο και το εγχείρημα ενισχύσει τη λογική που υποτίθεται ότι πολεμά. Αν όμως θεσμοποιηθεί σωστά, μπορεί να λειτουργήσει διορθωτικά.
3 Φειδίας και Άμεση Δημοκρατία: ο λαϊκισμός της αποπολιτικοποίησης
Η περίπτωσή του σηματοδοτεί κάτι νέο και βαθιά ανησυχητικό. Δεν πρόκειται για κλασικό λαϊκισμό, αλλά για έναν ψηφιακό λαϊκισμό που μετατρέπει την πολιτική σε performance. Ο Φειδίας δηλώνει «Είμαι ένας από εσάς». Παρουσιάζει την πολιτική ως κάτι απλό και διασκεδαστικό, η «αυθεντικότητα» υποκαθιστά το πρόγραμμα. Φαίνεται ακίνδυνος, μιλάει τη γλώσσα των νέων, μετέρχεται την ειρωνεία, υπόσχεται άμεση συμμετοχή χωρίς διαμεσολάβηση και χωρίς ευθύνη, καλλιεργεί πλήρη δυσπιστία και απαξίωση προς κόμματα, ιδεολογίες και θεσμούς. Όμως η άμεση δημοκρατία χωρίς θεσμούς δεν είναι πιο δημοκρατική, είναι πιο εύκολα χειραγωγήσιμη. Και η απουσία προγράμματος δεν είναι «αθωότητα», αλλά πολιτικό κενό.
Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πόσο πιο ισχυρός είναι ο σύγχρονος λαϊκισμός και ενδεικτικό της αβασάνιστης ευκολίας με την οποία πλέον οι πολίτες ενστερνίζονται φωνές τέτοιες.
Απειλεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία;
Η απάντηση είναι ναι, λένε στην πλειονότητά τους οι αναλυτές. Ακριβώς επειδή προσφέρει μια φαινομενικά πειστική εναλλακτική πολιτική εξουσίας, δεν εμφανίζεται αντιδημοκρατικός, δεν απορρίπτει τη λαϊκή κυριαρχία, αντιθέτως μιλά εξ ονόματός της, γίνεται πολύ γοητευτικός. Υπόσχεται αποτελεσματικότητα, τάξη και αποκατάσταση της δικαιοσύνης μέσα από την προσωποποίηση της λαϊκής βούλησης σε έναν αποφασιστικό ηγέτη. Και επειδή δανείζεται το λεξιλόγιο της κοινωνικής χειραφέτησης, αλλά αντλεί τη δυναμική του από τον φόβο, τον διχασμό και τη φαντασιακή απειλή, εκτός από πολύ γοητευτικός γίνεται συνάμα και επικίνδυνος. Συνεπώς, το γεγονός ότι θέτει το ζήτημα της «λαϊκής κυριαρχίας», δεν μπορεί να οδηγεί στην υποτίμηση για το πώς το θέτει και το πού οδηγεί, έχοντας ήδη τρανταχτά παραδείγματα μπροστά μας, όπως ο Ντόναλτ Τραμπ και ο νατιβισμός.
Ο λαϊκισμός μπορεί να φαίνεται ότι ενισχύει τη δημοκρατία, ότι προωθεί τα συμφέροντα των απλών πολιτών και να ακούγεται ως ευκαιρία να ακουστούν επιτέλους οι παραμελημένοι και αδικημένοι πολίτες, στην πράξη υπονομεύει τη θεμελιώδη προϋπόθεση κάθε δημοκρατίας: την αποδοχή της διαφωνίας, των ορίων και της θεσμικής αυτοσυγκράτησης. Μέσα από τον διχασμό που αποτελεί τον πυρήνα του, την πόλωση και την αντιπαλότητα που είναι ο μόνος φακός οπτικής των πραγμάτων που παρέχει, ο λαϊκισμός οδηγεί στην απόρριψη των θεσμών (ανάμεσά τους η Δικαιοσύνη και ο Τύπος), με το επιχείρημα ότι αυτοί στέκονται εμπόδιο στην «επιθυμία της πλειοψηφίας». Όποιος διαφωνεί και αντιτίθεται στην «επιθυμία της πλειοψηφίας» είναι εχθρός.
Έχει σημασία να αναδειχθούν όσα καταγράφει σε άρθρο του ο δρ Κοινωνιολογίας και συγγραφέας, Γιώργος Σιακαντάρης. «Παλιοί και νέοι λαϊκισμοί, αριστεροί και δεξιοί, συμπεριληπτικοί και αποκλειστικοί διατηρούν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως τη διάχυτη έχθρα προς τη διανόηση, ακριβέστερα την περιφρόνηση εκείνης της σκέψης που δεν βλέπει την πραγματικότητα μέσα από ασπρόμαυρες οθόνες και την προσπάθεια να πειστεί η κοινή γνώμη ότι όλα είναι στημένα και εκ του πονηρού. Μια γενίκευση κυριαρχεί: Όλοι στις ελίτ κλέβουν, όλοι αδικούν, όλοι ψεύδονται. Ενδεικτικό αυτής της λογικής, το δίλημμα σατιρικής εκπομπής: “Τι θα επιλέγατε: Ένα εκατομμύριο ευρώ ή να εξαφανιστούν οι πολιτικοί;”. Γενικεύσεις και υπεραπλουστεύσεις οι οποίες δημιουργούν κλίμα αμφισβήτησης, όχι απλώς κάποιων συγκεκριμένων πολιτικών, αλλά του ίδιου του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Ο λαϊκισμός οδηγεί τους πολίτες στην απώλεια των αναγκαίων πολιτικών και ηθικών κριτηρίων που τους προσανατολίζουν προς τις δημοκρατικές λύσεις. Και υπ’ αυτή την οπτική ο λαϊκισμός, αν και δεν είναι καθ’ ολοκληρία αντιδημοκρατικός, αντιθέτως όντως πολλές φορές ενισχύει τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, δεν παύει να είναι απειλή για τη δημοκρατία. Όχι όμως μόνος του, αλλά τότε και μόνο τότε όταν οι δημοκρατίες εξαντλούνται στις εκλογές και ξεχνούν την κοινωνική τους διάσταση».
«Διορθωτικό μέσο»
Απειλή μεν, δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπουμε πως ενίοτε αποκαλύπτει πραγματικές κοινωνικές αδικίες και φανερώνει ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία έγινε κλειστή, αλαζονική ή άκαμπτη. Κατά συνέπεια, δεν είναι ο (μόνος) «κακός της υπόθεσης». Αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι μπορεί να λειτουργήσει ως «διορθωτικό μέσο» αναγκάζοντας το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα να ασχοληθεί με παραμελημένα κοινωνικά ζητήματα. Η «αντιμετώπιση των βαθύτερων κοινωνικών ανισοτήτων» φαντάζει ως το πιο εύκολο. «Η Δημοκρατία είναι πρωτίστως αποτέλεσμα τσέπης, πορτοφολιού και γενικής Οικονομίας. Η ευημερία δημιουργεί συνθήκες στοιχειώδους πολιτισμένης συμπεριφοράς και κάποιας κοινωνικής ηρεμίας», έγραφε το 2012, σε χρόνο ανύποπτο, ο Δημήτρης Δανίκας. Απλοποιημένη ή και κυνική προσέγγιση, με την οποία δύσκολα διαφωνεί κανείς. Ωστόσο, καθώς η δημοκρατία περιλαμβάνει και άλλους παράγοντες, πολύ σημαντικούς που δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από την οικονομία –διαφάνεια, δικαιοσύνη, αξιοκρατία, ελευθερία του λόγου– το πιο δύσκολο σκέλος της απάντησης στον λαϊκισμό απαιτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς. Εάν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα μπορεί να πετύχει αυτά τα δύο, ώστε να μη θερίσουμε όλοι τις θύελλες που έσπειρε, είναι πιθανότατα ένα ακαδημαϊκό ερώτημα.



























