ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Βορίζια: Εξερευνώντας τα μυστικά του χωριού που δεν έσμιξε ποτέ

Στα Βορίζια το τραύμα του αιματοκυλίσματος του 1955 δεν είχε κλείσει. Ο Αρης Τσαντηρόπουλος, που διεξήγαγε επί δέκα χρόνια εθνογραφική έρευνα εκεί, μιλάει για την παλιά πληγή και την υποτροπή της

Kathimerini.gr

Το 2006 ο Αρης Τσαντηρόπουλος παρουσίαζε στο Ηράκλειο τη διατριβή του για τη βεντέτα στην Κρήτη, όταν ένας άνδρας από το ακροατήριο έλαβε τον λόγο. Μίλησε για το χωριό του, τα Βορίζια, και το τραύμα που ακόμη το στοίχειωνε: ένα «αμόκ φόνων» το 1955 την ημέρα του πανηγυριού του Αγίου Φανουρίου. «Ηταν βρέφος τότε και μου έκανε εντύπωση πώς έβγαζε τόσο έντονο συναίσθημα», θυμάται ο κ. Τσαντηρόπουλος. «Εφερε το βάρος της καταγωγής του».

Εκείνη η παρέμβαση, αλλά και το γεγονός ότι μετά το ’55 στα Βορίζια έπαψαν οι συλλογικές γιορτές, κίνησαν το ενδιαφέρον του κ. Τσαντηρόπουλου, καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Από το 2009 έως το 2019 επισκεπτόταν τακτικά το χωριό, στο πλαίσιο εθνογραφικής έρευνας. Εγινε ομοτράπεζος των κατοίκων και επιχείρησε να δει πώς πορεύονταν με την ανάμνηση της διάχυτης βίας. Γνώρισε και έζησε από κοντά το χωριό, προτού ξεσπάσει η πρόσφατη ένοπλη σύρραξη που άφησε πίσω της δύο νεκρούς και τουλάχιστον τέσσερις τραυματίες.

Πώς άνοιξαν τα στόματα

Οι πόρτες άνοιξαν αφού τον συνέστησαν άνθρωποι που γνώριζε στα Λιβάδια, στη βόρεια πλευρά του Ψηλορείτη, όπου είχε ερευνήσει τους μηχανισμούς που κινητοποιούνται για να αποκλιμακωθούν εντάσεις και διαφορές προτού κάποιος πιάσει τα όπλα. Σταδιακά χτίστηκε και η εμπιστοσύνη. «Ηθελαν να μιλήσουν για τα Βορίζια», λέει. «Κυρίως οι γυναίκες, γιατί εκείνη τη νύχτα υπήρχαν και γυναίκες μεταξύ των θυμάτων. Κάποιοι έκλαιγαν στις συνεντεύξεις, ακόμη κι αν είχαν περάσει δεκαετίες».

Διευκρινίζει ότι δεν ένιωθε ανασφάλεια ή απειλή όποτε βρισκόταν στο χωριό. Οσο τα συμβάντα ήταν ακόμη νωπά, προσπαθώντας να τα εξηγήσουν κάποιοι τα απέδιδαν στη «μοίρα» και άλλοι στην εγκατάλειψη της εύνοιας από τον προστάτη τους, Αγιο Φανούριο. Χρόνια αργότερα, εκείνος διέκρινε στους ντόπιους συσσωρευμένο θυμό και μια αίσθηση αμηχανίας, καθώς δεν ήταν ακόμη δυνατόν να κατανοηθούν οι φόνοι του ’55.

 

«Αγριον αιματοκύλισμα εις χωρίον της Κρήτης δι’ ασήμαντον αφορμήν», αναφέρει ο τίτλος του δημοσιεύματος της «Κ» (30/8/1955) για το μακελειό στο πανηγύρι του Αγίου Φανουρίου το 1955.

Οπως παρατηρεί, υπήρχε διάχυτος φόβος μήπως επαναληφθεί το παρελθόν. Στα σπίτια γίνονταν γλέντια, όχι όμως και στην πλατεία. «Συνήθως μια γιορτή ενώνει, εδώ υπήρχε η αγωνία μήπως συμβεί κάτι στη διάρκεια της συλλογικότητας», λέει. Περιγράφει αυτή την κατάσταση σαν «”ουλή” που έχει αφήσει το αποτύπωμά της στον κοινωνικό δεσμό και δοθείσης αφορμής θα αρχίσει να “πυορροεί” ξανά».

Διαπίστωσε αυτήν την έλλειψη κοινωνικού δεσμού ακόμη και στις βόλτες που έκανε στο χωριό. Οπως περιγράφει στην «Κ», ανάλογα με το ποιος τον συνόδευε, άλλαζε κάθε φορά η διαδρομή. Κάθε οικογένεια έμοιαζε να έχει χαράξει το δικό της μονοπάτι, λες και τα σοκάκια ήταν οριοθετημένα. «Οχι γιατί υποτιμούσαν κάποιους, αλλά για να μη δίνουν αφορμές, για να μη συναντηθούν τα βλέμματα».

Ο Αγιος Φανούριος

Το πανηγύρι των Βοριζίων ήταν άλλοτε ξακουστό. Ακόμη και λεωφορείο μετέφερε εκεί εκδρομείς για το γλέντι. Εκείνη τη νύχτα τον Αύγουστο του 1955, όμως, όλα άλλαξαν. Οι φόνοι ξεκίνησαν με το θανάσιμο μαχαίρωμα του δασοφύλακα του χωριού από έναν συντοπίτη του. Σε διάστημα λιγότερο της μισής ώρας ακολούθησαν και άλλα διαδοχικά εγκλήματα, με αποκορύφωμα τη ρίψη χειροβομβίδας στην οικία όπου είχε μεταφερθεί ο πρώτος νεκρός και οι συγγενείς του τον μοιρολογούσαν. Οπως επισημαίνει και ο κ. Τσαντηρόπουλος, ήταν «ένα τυφλό και μαζικό έγκλημα».

«Επεφταν από παντού ντουφεκιές. Ολοι έριχναν, όλοι φώναζαν, όλοι έκλαιγαν ή βλαστημούσαν. Πραγματικό δηλαδή αμόκ, με τη διαφορά ότι, όπως είναι πιστοποιημένο, το αμόκ καταλαμβάνει έναν άνθρωπο –συνήθως τους αραπάδες και τους Ιάπωνες– που με ασυγκράτητη μανία πέφτουν και σφάζουν και σκοτώνουν όποιον εύρουν μπροστά τους διά να σκοτωθούν κατόπιν από τους άλλους. Εις τα γραφικά Βορίζια συνέβη το αντίθετον. Ενας δεν εσκότωνεν, αλλά πολλοί αλληλοεσκοτώνοντο και κανείς δεν ήξερε γιατί αλληλοεσκοτώνοντο», έγραφε τότε μια αθηναϊκή εφημερίδα.

Στην έρευνά του ο κ. Τσαντηρόπουλος διαπίστωσε ότι ο Τύπος εκτός Κρήτης έσπευσε τότε να νοηματοδοτήσει τα γεγονότα ως «ξέσπασμα βεντέτας», αναπαράγοντας το στερεότυπο του «κακού εθίμου». Αντιθέτως, ο όρος δεν εμφανιζόταν σε τοπικά δημοσιεύματα. Επιλέγονταν κυρίως λέξεις που τόνιζαν τη σοβαρότητα των εγκληματικών πράξεων και τις αποπλαισίωναν από νοοτροπίες και κοινωνικές αντιλήψεις περί ανταποδοτικού δικαίου.

Στη μονογραφία του, που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα με τίτλο «Η Μοίρα του τραυματικού. Στη δίκη, στον τύπο και στη συλλογική μνήμη ενός χωριού της Κρήτης», ο κ. Τσαντηρόπουλος παραθέτει και ορισμένες από τις μαρτυρίες που συνέλεξε στα Βορίζια. Ενας κάτοικος του είπε ότι το χωριό έμεινε μετά το ’55 «μαυροφορεμένο, σκλαβωμένο, σιωπηλό». Αλλος επιχείρησε να αποδώσει ακόμη και την αδυναμία συγκρότησης συνεταιρισμού μελιού σε εκείνη την αιματοβαμμένη νύχτα, λέγοντας ότι «ο κόσμος είναι διχασμένος, δεν μονοιάζουνε».

Ισως είναι ενδεικτικός και ένας διάλογος που παραθέτει ο κ. Τσαντηρόπουλος από τα πρακτικά της δίκης για τα εγκλήματα του ’55, η οποία διεξήχθη στην Αθήνα. «Η φωτιά που άναψε στο χωριό μας δεν θα σβήσει ούτε σε δύο αιώνες. Τα παιδιά που μεγαλώνουν θυμούνται τους σκοτωμένους συγγενείς τους», είπε ένας μάρτυρας. Για να του απαντήσει τότε ο εισαγγελέας: «Η απόφασις του δικαστηρίου, οποιαδήποτε κι αν είναι, πρέπει να θεωρηθεί δικαία λύσις. Αν δεν ξεχάσουν, αλίμονο στο χωριό σας».

Ο οικισμός

Προ του 1955, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Βορίζια καταστράφηκαν ως αντίποινα από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις. Το 1948 επιχειρήθηκε να χτιστεί ένας νέος οικισμός στη γειτονική θέση Βροντησάκι, εντός της κτηματικής περιφέρειας της όμορης κοινότητας Ζαρός. Ο κ. Τσαντηρόπουλος θυμίζει ότι ο σχεδιασμός του νέου χωριού είχε γίνει από τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη. Το εγχείρημα, όμως, δεν ευοδώθηκε. Προέκυψαν αντιδράσεις από άλλα χωριά τόσο σθεναρές, που παραλίγο να ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση. Οι Βοριζιανοί τελικά αφαίρεσαν δομικά υλικά, ξύλα και κεραμίδια από τον νέο οικισμό και επέστρεψαν στα διαλυμένα σπίτια τους για να τα επισκευάσουν.

Σήμερα το χωριό αριθμεί περίπου 500 κατοίκους και είναι χτισμένο σε 540 υψόμετρο στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Οι περισσότεροι ντόπιοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία και έχουν επεκτείνει επαγγελματικά τις δραστηριότητές τους στη Μεσσαρά. Ο πληθυσμός τους είναι κατανεμημένος σε περίπου 30 ευρείες συγγενικές ομάδες. Από την έρευνά του στο δημοτολόγιο ο κ. Τσαντηρόπουλος διαπιστώνει ότι αυτές είναι σχεδόν ίδιες σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Οπως και σε άλλες ορεινές περιοχές της Κρήτης, παρατηρεί εδώ την ίδια τάση: αποφεύγεται η εγκατάσταση γαμπρών στο εσωτερικό της κοινότητας για την αποτροπή δημιουργίας νέων ομάδων αιματοσυγγένειας, οι οποίες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ζωτικό χώρο από τα διαθέσιμα βοσκοτόπια με συνέπεια να προκληθούν συγκρούσεις.

Οπως σημειώνει ο καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, στα Βορίζια τα περισσότερα βοσκοτόπια είναι κοινοτικά, καθώς τα ιδιωτικά καταλαμβάνουν σχεδόν μηδαμινές εκτάσεις. Αυτό σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να προκαλεί ή να εντείνει ανταγωνισμούς. Στα Βορίζια και στα γειτονικά χωριά Ζαρός και Καμάρες διατηρούνται ακόμη δοξασίες βάσει των οποίων ο Αγιος Φανούριος βοηθάει στην ανεύρεση κλεμμένων αιγοπροβάτων. Μέχρι και σήμερα ύποπτοι ζωοκλοπής ορκίζονται για την αθωότητά τους σε ένα εικόνισμα, ενώ θεωρείται ότι ο ψευδώς ορκιζόμενος τιμωρείται από τον Αγιο.

Το στίγμα στο παρόν

Στην έρευνά του ο κ. Τσαντηρόπουλος διαπιστώνει ότι το χωριό παρέμενε κοινωνικά στιγματισμένο από τα μακρινά γεγονότα του ’55. «Οταν ήμουν στο γυμνάσιο και τσακωνόμαστε, λέγανε: εδώ θα γίνει Βορίζια. Ενιωθα ντροπή», του είπε μία κάτοικος. «Είναι μια ρετσινιά που πιστεύω ότι δεν θα φύγει ποτέ». Ακόμη και μαντινάδες εμπνεύστηκαν από εκείνη την αιματοχυσία λυράρηδες άλλων περιοχών της Κρήτης, ώστε να κατακρίνουν τις συνέπειες που θα είχαν οι αστυνομικοί έλεγχοι για την παραβατικότητα στο νησί. Ενδεικτικοί είναι οι εξής στίχοι: «Δύο-τρεις κακοσειριάρηδες κουκουλοφόροι μπάτσοι / Βόριζα θα το κάνουνε όλο το Μονοφάτσι».

Ο κ. Τσαντηρόπουλος έχει μιλήσει με ανθρώπους του χωριού μετά την πρόσφατη φονική συμπλοκή. «Και σε άλλα μέρη της χώρας έχουμε δει να γίνονται σε κοινή θέα ανταλλαγές πυρών μεταξύ μελών εγκληματικών ομάδων. Η διαφορά εδώ είναι ότι στιγματίζεται μια ολόκληρη κοινότητα», λέει. «Παρουσιάστηκε ως βεντέτα, αλλά όσα έγιναν τώρα δεν προκύπτει ότι σχετίζονται με τις οικογένειες του ’55. Επίσης, στους φόνους αντεκδίκησης τα θύματα είναι στοχευμένα. Δεν γίνεται πεδίο μάχης ένα χωριό, δεν πυροβολούν αδιακρίτως. Είναι σαν να κυρίευσε τους δράστες των γεγονότων μια “ενόρμηση θανάτου”, χωρίς να λογαριάζουν ότι θύματα είναι πολύ πιθανό να είναι και οι ίδιοι».

Μεταξύ των κατοίκων, όπως λέει, επικρατεί τώρα ανησυχία και φόβος. Σκέφτονται μήπως βρεθούν κάπου όπου θα ανταμώσουν ξαφνικά εκπρόσωποι αντίπαλων πλευρών και θα πέσουν ξανά τυφλά πυρά. Το κλείσιμο των σχολείων μπορεί να προτάθηκε αρχικά ως προληπτικό μέτρο, για να μη συνυπάρξουν τα παιδιά αντίπαλων οικογενειών, αλλά όπως παρατηρεί ο κ. Τσαντηρόπουλος, «πρόκειται για μια απόφαση που βασίζεται στη λογική της μη συνάντησης στον ίδιο χώρο, ακόμη κι αν πρόκειται για χώρο μετάδοσης της γνώσης».

«Η αστυνομία χωρίζει το χωριό για να αποτρέψει το παραπέρα, το ίδιο συμβαίνει και στα σχολεία. Περιφρουρείται η μία κηδεία και στην άλλη, στα Χανιά, τοποθετείται στην είσοδο ανιχνευτής μετάλλων. Αυτό, όμως, μέχρι πού θα κρατήσει;», αναρωτιέται. «Πώς θα γίνει το γεφύρωμα κάποια στιγμή; Μήπως αναπαράγεται η ίδια λογική που θέλει το χωριό χωρισμένο στα δύο, διαιρεμένο, να μη συναντάει ο ένας τον άλλον;».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

X

Μπες στο μυαλό των
αγαπημένων σου αρθρογράφων

Λάβε στο email σου το τελευταίο τους άρθρο τη στιγμή που δημοσιεύεται.

ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Απόκτησε συνδρομή με €50 τον χρόνο για πρόσβαση στην έντυπη έκδοση.

ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ