24news.com.cy
Σε εξέλιξη βρίσκεται τις τελευταίες δύο εβδομάδες μεγάλη διεθνής επιχείρηση για την εξάρθρωση εγκληματικού δικτύου που δραστηριοποιείτο σε απάτες με κρυπτονομίσματα και διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια. Η Κύπρος φαίνεται να είχε κεντρικό ρόλο στην υπόθεση, με τη Λεμεσό να αποτελεί μια από τις τοποθεσίες της επιχειρησιακής δράσης του κυκλώματος.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Eurojust, εννέα άτομα συνελήφθησαν συνολικά σε Κύπρο, Γερμανία και Ισπανία, στο πλαίσιο ταυτόχρονων επιχειρήσεων στις 27 και 29 Οκτωβρίου. Από αυτά, οι επτά συλλήψεις σύμφωνα με πληροφορίες έγιναν στη Λεμεσό, στο πλαίσιο ερευνών που εκτελούνται εδώ και περίπου δύο εβδομάδες.
Οι συλληφθέντες είναι κυρίως υπήκοοι Ρωσίας και Ισραήλ, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται και ένας Ελληνοκύπριος. Όπως τονίζεται, ο βαθμός εμπλοκής τους διερευνάται, καθώς η υπόθεση παραμένει ανοικτή.
Οι Κυπριακές αρχές συμμετείχαν στην επιχείρηση σε συνεργασία με τις Γαλλικές, Βελγικές, Γερμανικές και Ισπανικές αρχές, υπό τον συντονισμό της Eurojust και της Europol. Από κυπριακής πλευράς την υπόθεση χειρίζεται το Γραφείο Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος της Αστυνομίας Κύπρου, σε συνεργασία με τη ΜΟΚΑΣ και τη Νομική Υπηρεσία.
Πώς δρούσε το κύκλωμα
Η Eurojust επισημαίνει ότι το δίκτυο είχε δημιουργήσει δεκάδες ψεύτικες επενδυτικές πλατφόρμες σε κρυπτονομίσματα, οι οποίες μιμούνταν νόμιμες επενδυτικές υπηρεσίες.
Τα θύματα προσελκύονταν μέσω:
- διαφημίσεων στα κοινωνικά δίκτυα
- τηλεφωνικών προσεγγίσεων
- ψευδών ειδήσεων
- ψεύτικων μαρτυριών «επωνύμων»
Αφού οι επενδυτές μετέφεραν κεφάλαια στις πλατφόρμες, δεν είχαν ποτέ ξανά πρόσβαση στα χρήματά τους. Τα ποσά στη συνέχεια ξεπλένονταν μέσω συγκεκριμένης τεχνολογίας.
Σύμφωνα με την Eurojust, το δίκτυο φέρεται να έχει αποκομίσει περίπου 600 εκατομμύρια ευρώ από τις απάτες.
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων κατασχέθηκαν:
- 800.000 ευρώ σε τραπεζικούς λογαριασμούς
- 415.000 ευρώ σε κρυπτονομίσματα
- 300.000 ευρώ σε μετρητά
Συντονισμένη δικαστική συνεργασία
Η υπόθεση ξεκίνησε όταν κατατέθηκαν καταγγελίες από θύματα. Η Eurojust συνέστησε κοινή ερευνητική ομάδα Γαλλίας–Βελγίου, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκαν Κύπρος, Γερμανία και Ισπανία για τον επιχειρησιακό συντονισμό.
Η επιχείρηση χαρακτηρίζεται ως υψηλής πολυπλοκότητας, με συνεχή διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών και στοχευμένες επεμβάσεις σε εταιρείες και οικίες.


























