ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

«Προσπάθησα να προσεγγίσω το τραύμα όχι ως θέαμα, αλλά ως βίωμα»

Η Άννα Κουππάνου έλαβε το κρατικό βραβείο για τη Λογοτεχνία για Μεγάλα Παιδιά και Εφήβους και μιλάει στην «Κ»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η εκπαιδευτικός και συγγραφέας Άννα Κουππάνου έλαβε το Κρατικό Βραβείο στην κατηγορία Λογοτεχνία για Μεγάλα Παιδιά και Εφήβους για το βιβλίο της «Όταν μας άφησε η θάλασσα. Μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα από την Κύπρο του 1974» (εκδ. Πατάκη, Απρίλιος 2024) και μας μιλάει για το βιβλίο της, αλλά και για τη λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους. Λέει πως όταν άκουσε για κάποια από αυτά τα γεγονότα, των ασυνόδευτων προσφυγόπουλων του 1974, ένιωσε ότι ήθελε να πει αυτή την ιστορία και να την ανασυνθέσει μέσα από την οπτική των παιδιών. Για τη λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους λέει πως σε αυτή χτυπά ο πυρήνας ενός στοιχείου που ακόμη την απασχολεί: «η περιέργεια για το ποιοι και ποιες ήμασταν πριν μας ορίσει ο κόσμος και η γλώσσα της κοινωνικότητας ή της κανονικότητας» και αναφέρει πως ίσως η γραφή για παιδιά να της προσφέρει τελικά έναν χώρο όπου η γλώσσα μπορεί ακόμη να παίξει, να ρισκάρει, να αναπνεύσει.

–Γράφεις για σιωπηρούς πρωταγωνιστές της ιστορίας, τι ήταν αυτό που σε ώθησε να αφηγηθείς ένα τέτοιο ταξίδι στο «Όταν μας άφησε η θάλασσα»;

Με συγκίνησε το γεγονός ότι πίσω από τις κυρίαρχες ή επίσημες ιστορικές αφηγήσεις υπάρχουν ζωές και ιστορίες περιθωριοποιημένων ατόμων ή ομάδων, όπως τα παιδιά, που δεν ακούστηκαν ποτέ. Όταν άκουσα για κάποια από αυτά τα γεγονότα, ένιωσα ότι ήθελα να πω αυτή την ιστορία και να την ανασυνθέσω μέσα από την οπτική των παιδιών, επειδή ακριβώς παιδιά έζησαν αυτά τα γεγονότα και όφειλα να σεβαστώ το βίωμά τους στην πολλαπλότητα της ύπαρξης και των ερμηνειών του. Το συγγραφικό ζητούμενο ήταν, λοιπόν, να δημιουργήσω έναν χώρο που να χωρά την εμπειρία, τον φόβο, αλλά και την ανθεκτικότητα και τις ελπίδες των ασυνόδευτων παιδιών του ’74. Έτσι, η συγγραφή του βιβλίου έγινε ευκαιρία να ακούσω τις φωνές εκεί όπου επικρατούσε η σιωπή του τραύματος –και ίσως της ενοχής για αυτή τη σιωπή– και να μετατρέψω τις μαρτυρίες σε τόπο κατανόησης και συμπόνιας. Με αυτό τον τρόπο, προσπάθησα, αυτό το ταξίδι, που ξεκίνησε απότομα για τόσα παιδιά, να τιμηθεί ως πράξη θάρρους.

–Πώς υπάρχει η Άννα Κουππάνου στο «Όταν μας άφησε η θάλασσα»;

Πάντα γράφουμε με αυτά που είμαστε και με αυτά που γινόμαστε μέσα από τη διαδικασία συγγραφής κάθε βιβλίου. Καθώς έγραφα, μπλέκονταν αναπόφευκτα στην αφήγηση και οι δικές μου εικόνες, οι σκέψεις και οι οικογενειακές ιστορίες. Για να μπορέσω να αφηγηθώ αυτή την ιστορία, χρειάστηκε να γυρίσω πίσω, να ξαναμιλήσω με τους γονείς μου (και οι δύο πρόσφυγες) και να δω πώς, όταν η μνήμη ανοίγει, ανοίγει ξανά και το τραύμα. Αυτό ενεργοποίησε πολλά συναισθήματα μέσα μου, καθώς και οι κουβέντες με τα πρόσωπα που έζησαν τα γεγονότα, αλλά πιστεύω πως χρειαζόμουν αυτά τα συναισθήματα, για να μπορέσω να δημιουργήσω μια συνθήκη επείγοντος μέσα μου, ανάλογη με τα βιώματα των ασυνόδευτων παιδιών. Έτσι, η ενεργοποίηση του συναισθήματος δημιούργησε ένα επιπλέον κίνητρο να πω μια ιστορία δύσκολη, που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μην έλεγα.

–Πώς αντιμετώπισες το τραύμα τους λογοτεχνικά;

Προσπάθησα να προσεγγίσω το τραύμα όχι ως θέαμα, αλλά ως βίωμα. Ως φωνή. Ακόμη και ως πολιτική επιταγή που επιζητεί την αναγνώριση των εμπειριών των τότε παιδιών και νυν ενηλίκων.

Με ενδιέφερε να παρουσιάσω τα παιδιά ως τρισδιάστατους χαρακτήρες, με ιστορίες, επιθυμίες, φαντασία, όλη την γκάμα των συναισθημάτων –ακόμη και της χαράς (ίσως κυρίως της χαράς)– και με εμπροθετικότητα, δηλαδή ως προσωπικότητες με κίνητρα και όνειρα που πήραν αποφάσεις οι οποίες καθόρισαν τη ζωή τους.

Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν τον πόνο σε παιχνίδι, σε ιστορία ή ακόμη και σε ζωή, και αυτό αποτέλεσε τον πυρήνα της αφήγησης. Η παιδική προοπτική λειτούργησε ως φίλτρο, ίσως κάποιου ποιητικού ή μαγικού ρεαλισμού, που επιτρέπει να δεις τη σκληρότητα αλλά και το φως που υπάρχει μέσα σε αυτήν.

–Τα δύο προσφυγόπουλα έχασαν τελικά και την παιδικότητά τους;

Τα παιδιά του «Όταν μας άφησε η θάλασσα» αναγκάστηκαν να «ωριμάσουν» απότομα – αν, βέβαια, η βίαιη προσαρμογή σε μια τραυματική συνθήκη μπορεί να ονομαστεί ωρίμανση. Αυτή η αλλαγή ήταν απόρροια πολλαπλών δύσκολων γεγονότων, απωλειών και ξεριζωμών. Τα παιδιά έδρασαν πολλές φορές σαν ενήλικες, κουβαλώντας το βάρος της ευθύνης για τη δική τους ζωή και, ίσως, και για άλλων μικρότερων παιδιών. Όμως, παρά αυτόν τον πρόωρο, δεύτερο, εκτοπισμό στην ενηλικίωση αυτή τη φορά, δεν έχασαν την παιδικότητά τους. Απλώς αυτή τμηματίστηκε, εμφανιζόμενη εκεί όπου έβρισκε πρόσφορο έδαφος, επιμένοντας μέσω της φαντασίας, του παιχνιδιού, των παιδικών συμμαχιών και της επιμονής για ζωή.

Ίσως, μάλιστα, αυτό να είναι το πιο συγκλονιστικό: μια παιδικότητα τραυματισμένη αλλά ανθεκτική, που επινοεί τρόπους να επιβιώνει, να διεκδικεί και να ξαναφτιάχνει τον εαυτό της σαν παιχνίδι.

Η παιδική ηλικία μοιάζει για μένα με ερώτημα που επιστρέφει

–Τι σε έλκει στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους;

Σε αυτή τη λογοτεχνία χτυπά ο πυρήνας ενός στοιχείου που ακόμη με απασχολεί: η περιέργεια για το ποιοι και ποιες ήμασταν πριν μας ορίσει ο κόσμος και η γλώσσα της κοινωνικότητας ή της κανονικότητας. Γράφουμε, τελικά, με τα υλικά που κουβαλάμε, και το παιδί μέσα μου παραμένει μια ετεροτοπία από όπου ακόμη αναζητώ και βρίσκω ύλη. Η παιδική ηλικία μοιάζει για μένα με ερώτημα που επιστρέφει, που μας δοκιμάζει και μας αποκαλύπτει, γι’ αυτό την μελετώ και ακαδημαϊκά και με ενδιαφέρει και από εκπαιδευτική σκοπιά.

Ίσως η γραφή για παιδιά να μου προσφέρει τελικά έναν χώρο όπου η γλώσσα μπορεί ακόμη να παίξει, να ρισκάρει, να αναπνεύσει. Είναι μια διαδικασία που, όσο απαιτητική κι αν είναι (τουλάχιστον για μένα), έχει μια χαρά και μια ελευθερία που δύσκολα βρίσκω αλλού.

–Η παιδική και εφηβική λογοτεχνία μπορεί να κερδίσει το στοίχημα της ταχύτητας των νέων μορφών διάδρασης;

Πιστεύω ότι μπορεί, αρκεί ακριβώς να μην προσπαθήσει να μιμηθεί τη λογική της ταχύτητας. Το βιβλίο, γενικότερα, είναι μια διαφορετική τεχνολογία μνήμης, γνώσης, δικτύωσης. Ρίχνει τους ρυθμούς αντί να τους αυξάνει, διευρύνει τις προοπτικές αντί να τις περιορίζει, κάνει απρόσμενες συνδέσεις αντί για προβλεπτές και στατιστικά «ασφαλείς», όπως συχνά κάνει η Τεχνητή Νοημοσύνη.

Έτσι, αντί να τρέχει, η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργεί ως τόπος αργής εμπειρίας και πραγματικού αναστοχασμού, όπου οι νέοι αναγνώστες και οι νέες αναγνώστριες διαβάζουν για να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους και τους άλλους, και γράφουν για να ηρεμήσουν, να επεξεργαστούν και να μεταμορφώσουν ό,τι τους συμβαίνει.

Όταν το βιβλίο δεν προσποιείται ότι είναι κάτι άλλο, αλλά μιλά αληθινά, τότε κερδίζει το στοίχημα – όχι επειδή είναι γρήγορο, αλλά ακριβώς επειδή είναι αργό και στέλνει μηνύματα τώρα, τα οποία μπορούν να ενεργοποιηθούν ακόμη και χρόνια αργότερα, όταν η αναγνώστρια ή ο αναγνώστης θα τα έχει πιο πολύ ανάγκη και θα είναι έτοιμος ή έτοιμη να τα ακούσει.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

Η ποιητική συλλογή της Άννας Τενέζη με τίτλο «Σε ρυθμό αρχαίας τραγωδίας» είναι, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο της συλλογής, ...
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΒΙΒΛΙΟ
X
X

Μπες στο μυαλό των
αγαπημένων σου αρθρογράφων

Λάβε στο email σου το τελευταίο τους άρθρο τη στιγμή που δημοσιεύεται.

ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Απόκτησε συνδρομή με €50 τον χρόνο για πρόσβαση στην έντυπη έκδοση.

ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ