
Του Απόστολου Κουρουπάκη
Για ακόμη μία φορά ήλθε στο προσκήνιο το ερώτημα «τι είναι τελικά η Κυπριακή, γλώσσα ή διάλεκτος; Η ανάδειξή της είναι σημαντική ή είναι σημάδι αφελληνισμού;». Τι πυροδότησε την αντιπαράθεση για να είμαι ειλικρινής το έχασα. Η αντιπαράθεση γίνεται μεταξύ εκείνων που θεωρούν τους εαυτούς τους δέσμιους της κοινής ελληνικής, θύματα του εθνικισμού, αποκομμένους από τις ρίζες τους και τα λοιπά, και εκείνων που βλέπουν σκοτεινά σχέδια αφελληνισμού των Ελλήνων της Κύπρου, την υπονόμευση της ελληνικής γλώσσας και άλλα παρόμοια. Και κατά τη γνώμη μου η μόνη που σοβαρά βλάπτεται είναι η κυπριακή ελληνική. Η κυπριακή ελληνική είναι μία γλώσσα, μία lingua, που υπάρχει στο νησί αιώνες τώρα και έχει διαμορφωθεί και σμιλευτεί από τις περιπέτειες της γλυκείας χώρας Κύπρου και έπεσε και αυτή θύμα των πολιτικών εξελίξεων των προηγούμενων 60 σχεδόν ετών και συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο του πολεμικού πεδίου και της πολιτικής κονίστρας.
Και το περίεργο είναι πως δεν τη βάλλουν οι αντιμαχόμενες πλευρές, όχι, την υποστηρίζουν, με έναν τρόπο όμως περίεργο. Η μία πλευρά, ας την ονομάσουμε πλευρά Α, για να αποφύγουμε οξείς και περίεργους χαρακτηρισμούς, θεωρεί ότι η διάλεκτος δεν κατέχει τη θέση που της αξίζει στη δημόσια σφαίρα και κυρίως στην εκπαίδευση και πως γίνεται συνειδητή προσπάθεια ακόμη και σήμερα για να παραμείνει στο παρασκήνιο, όπως και η κυπριακή ταυτότητα (η ελληνική κυπριακή, η κυπριακή ως όλον αυτό είναι άλλη κουβέντα). Η άλλη πλευρά, η πλευρά Β, πιστεύει ότι η ελληνική κυπριακή διάλεκτος είναι αγαπητή, χρησιμοποιείται ικανοποιητικά, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει ή να αντικαταστήσει την ελληνική, και όσοι προσπαθούν να εξοβελίσουν τα ελληνικά είναι εχθροί του γένους –λίγο πολύ– και πρέπει να σταθούν απέναντί τους με κάθε τρόπο. Τα παραπάνω σχηματικά.
Εννοείται πως και οι δύο οι πλευρές χρησιμοποιούν επιχειρήματα επιστημονικά, λογοτεχνικά, θεωρητικά, κοινωνιογλωσσολογικά, πολιτικά και φυσικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται και δεκάδες «επιχειρήματα» τα οποία είναι βολικοί μύθοι και στο τέλος η κατάσταση συσκοτίζεται εντελώς, καμία πλευρά δεν κερδίζει πόντους και αυτή που χάνει είναι κυπριακή ελληνική. Γι’ αυτό πριν η γλώσσα που μιλιέται αιώνες τώρα χάσει εντελώς τη μάχη με τον χρόνο και λόγω της ανθρώπινης και εγγενούς ροπής μας στον αλληλοσφαγιασμό, θα πρέπει η Πολιτεία, διά του υπουργείου Παιδείας και το Πανεπιστήμιο Κύπρου, η Ακαδημία (ναι, υπάρχει…), το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, να βρουν τρόπους να την εξασφαλίσουν, ωσάν σημαντική κληρονομιά που πρέπει να κληροδοτηθεί στις μελλοντικές γενιές. Και τρόποι υπάρχουν πολλοί και επιστημονικοί και παιδαγωγικοί, αρκεί να τους ανακαλύψουν και να σκεφτούν λίγο παραπάνω.
Στο γυμνάσιο Σούδας, στο οποίο φοίτησα, είδα πως μαθήτριες και μαθητές εξερεύνησαν τον κόσμο της μαντινάδας στο πλαίσιο ενός σχολικού προγράμματος. Δημιούργησαν ένα μία μαθητική ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Χίλια καλώς ορίσατε...», η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. Σε αυτή την ταινία ανακαλύπτουν τη μαντινάδα ως ζωντανό τρόπο έκφρασης, γεμάτο συναίσθημα ρυθμό και προσωπικό στίγμα. Και μέσα σε αυτή την αναζήτηση μία φιλόλογος (Μαρία Σκουνάκη) του σκέφτηκε τρόπο ώστε τα παιδιά να κατανοήσουν καλύτερα και να αγαπήσουν τη δραματική ποίηση, έτσι διδάσκοντας την «Ελένη» του Ευριπίδη, άρχισαν να φτιάχνουν έναν κόμικ, το οποίο βοηθούσε και τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, και κατέληξαν να φτιάξουν ένα σενάριο, αποδίδοντας με μαντινάδες την «Ελένη». Αυτό άρεσε στα παιδιά και το ημερολόγιο του σχολείου ήταν μαντινάδες για κάθε μήνα, όπως περιγράφει η φιλόλογος. Και αυτά σε ένα σχολικό περιβάλλον όπως το ελληνικό, το οποίο έχει τις δικές του παθογένειες.
Εδώ γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ να αντικρίζουμε εξ απαλών ονύχων την παράδοση του τόπου; Γιατί πρέπει πάντοτε να προετοιμαζόμαστε για μεγάλες μάχες, και να εγκλωβιζόμαστε στις ιδεολογίες και τα ιδεολογήματά μας, ενώ μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά, έστω με μικρά βήματα; Πριν να είναι αργά. Σε ό,τι με αφορά, ακόμα κρατώ τη μυρωδιά των λουκουμάδων, και των νερατζανθών, όταν κατέγραφα τις μαντινάδες του εκ πατρός παππού μου, όταν αυτός ήταν ήδη πάνω από τα 90… Νιώθω τυχερός που έζησα, έστω και για λίγο με φορείς ενός πολιτισμού που είχε αρχίσει να σβήνει ή στην καλύτερη να μεταλλάσσεται.
