Ο λαϊκισμός, ο οποίος έχει εμποτίσει τον δημόσιο διάλογο σχεδόν σε ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό, αποτελεί ένα πολυσυζητημένο φαινόμενο της εποχής και απαιτεί διεξοδική φιλοσοφική ανάλυση, καθώς και κριτική αποτίμηση των συνεπειών του στο δημοκρατικό πολιτικό περιβάλλον. Η άνοδός του διεθνώς αμφισβητεί ουσιωδώς τις θεσμικές και επιστημολογικές βάσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ακαδημαϊκή κοινότητα οφείλει να αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους ο λαϊκισμός λειτουργεί ως διαβρωτική δύναμη, υπονομεύοντας την αυτονομία των θεσμών, τη διάκριση των εξουσιών και την ίδια την έννοια της πολιτικής αλήθειας.
Σύμφωνα με τον Κας Μούντε, ο λαϊκισμός είναι μια «λεπτή» ιδεολογία που στηρίζεται στη μανιχαϊκή διχοτόμηση της κοινωνίας: τον «αγνό λαό» έναντι της «διεφθαρμένης ελίτ». Αυτή η κατασκευή απονέμει στον λαό εγγενή αρετή και στις ελίτ συστηματική διαφθορά. Το προβληματικό της στοιχείο έγκειται στον απλοϊκό χαρακτήρα της και στην αδυναμία της να συλλάβει την πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών. Ενώ οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αναγνωρίζουν την πολυφωνία των συμφερόντων, ο λαϊκισμός επιβάλλει μια ομογενοποιημένη αντίληψη του «λαού» με μονοσήμαντη βούληση. Αυτή η εννοιολογική κατασκευή, αν και επικαλείται το ρουσσωικό ιδεώδες της γενικής βούλησης, αρνείται τον πλουραλισμό και την εγγενή διαφοροποίηση κάθε σύγχρονης κοινωνίας.
Η σχέση του λαϊκισμού με τη δημοκρατία είναι βαθιά αντιφατική. Οι λαϊκιστές, ενώ ισχυρίζονται ότι εκφράζουν τη λαϊκή βούληση, συγκρούονται με τις αρχές των δημοκρατικών θεωριών. Η διαβουλευτική δημοκρατία, με εκπροσώπους όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Τζον Ρωλς, θεμελιώνει τη νομιμοποίησή της στη δημόσια διαβούλευση και τον ορθολογικό διάλογο. Ο λαϊκισμός, όμως, δεν αναγνωρίζει την ανάγκη διαβούλευσης, θεωρώντας τη «βούληση του λαού» προϋπάρχουσα, ενιαία και αδιαμφισβήτητη. Για τους λαϊκιστές, αυτή η βούληση αρκεί να αποκαλυφθεί και να εφαρμοστεί άμεσα από τον ηγέτη, ενώ η διαβούλευση και ο διάλογος με την αντιπολίτευση θεωρούνται τεχνάσματα της «διεφθαρμένης ελίτ». Ο λαϊκισμός αντικαθιστά την επιστημική αξία της δημοκρατικής διαδικασίας με ηθικολογική βεβαιότητα, υπονομεύοντας έτσι την ποιότητα της δημοκρατίας.
Από την αγωνιστική θεωρία της δημοκρατίας, όπως αναπτύχθηκε από την Σαντάλ Μουφ, προκύπτει μια εξίσου ισχυρή κριτική. Η Μουφ υποστηρίζει ότι η πολιτική είναι εγγενώς συγκρουσιακή και ότι στόχος της δημοκρατίας είναι η τιθάσευση του «ανταγωνισμού» σε «αγωνισμό», όπου οι πολιτικοί αντίπαλοι αναγνωρίζουν τη νομιμότητα της ύπαρξής τους. Ωστόσο, η μανιχαϊστική δομή του λαϊκισμού, που αντιπαραθέτει τον «ενάρετο λαό» στην απόλυτα «κακή ελίτ», τον ωθεί να υπερβεί τα όρια του αγωνισμού και να διολισθήσει στον ανταγωνισμό. Ο πολιτικός αντίπαλος μετατρέπεται σε «εχθρό του λαού», προδότη, ένα ξένο σώμα που πρέπει να αποβληθεί από την πολιτική κοινότητα. Αυτή η τάση για ηθική εξόντωση του αντιπάλου είναι ασύμβατη με την αγωνιστική αρχή του σεβασμού στο δικαίωμα του άλλου να υπερασπίζεται τις ιδέες του.
Η επίθεση του λαϊκισμού στις φιλελεύθερες δημοκρατίες διεισδύει βαθιά στους θεσμικούς μηχανισμούς. Οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις συχνά εμπλέκονται σε «συνταγματική διάβρωση» ή «συνταγματικό λαϊκισμό», δηλαδή σε μια σταδιακή υπονόμευση των θεσμικών αντισταθμιστικών δυνάμεων. Αυτή η διάβρωση εκδηλώνεται μέσω της εξασθένισης της ανεξαρτησίας του δικαστικού συστήματος, της υπονόμευσης της ελευθερίας του Τύπου, της πολιτικοποίησης των ανεξάρτητων αρχών και της συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια ενός «χαρισματικού» ηγέτη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ενσαρκώνει τη βούληση του λαού.
Οι λαϊκιστές επιδιώκουν να διαρρήξουν τη σύνδεση μεταξύ δημοκρατίας και φιλελευθερισμού, παρουσιάζοντας τους φιλελεύθερους κανόνες ως εμπόδιο στην έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Η Κιμ Λέιν Σεπέλε έχει δείξει πώς οι λαϊκιστές χρησιμοποιούν τα εργαλεία του συνταγματικού δικαίου για να το υπονομεύσουν εκ των έσω, σε μια διαδικασία που ονομάζεται «αυταρχικός νομικισμός». Ο λαϊκισμός, απορρίπτοντας την εμπειρογνωμοσύνη και προτιμώντας απλουστευμένες λύσεις και εθνικιστικές προσεγγίσεις, καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων. Η υπόσχεση της επιστροφής σε ένα υποτιθέμενο χρυσό παρελθόν δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα του παρόντος και του μέλλοντος.
Συνοψίζοντας, ο λαϊκισμός δεν αποτελεί απλώς μια ιδεολογική επιλογή, αλλά μια θεμελιώδη απειλή για τις αρχές και τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η διχοτόμηση της κοινωνίας, η υπονόμευση της ανεξαρτησίας των θεσμών, η επίθεση στην επιστημολογική αξιοπιστία και η απόρριψη του πολιτικού πλουραλισμού συνιστούν όψεις μιας πολιτικής φιλοσοφίας ασύμβατης με τις αρχές της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας. Η αντιμετώπιση της λαϊκιστικής απειλής απαιτεί θεσμικές μεταρρυθμίσεις και έναν βαθύτερο φιλοσοφικό αναστοχασμό σχετικά με τη φύση της δημοκρατικής νομιμότητας, την αξία του πολιτικού πλουραλισμού και τη σημασία της επιστημολογικής ευθύνης στον δημόσιο διάλογο.
Υγ.: Επειδή πολλές αναφορές γίνονται σε αμεσοδημοκρατικές πρακτικές, και μάλιστα γίνεται επίκληση στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, οφείλουμε να θυμίσουμε πως οι εκτελέσεις όλων των ενήλικων ανδρών και ο εξανδραποδισμός των γυναικόπαιδων της Μήλου οφείλονταν κατά βάση στον λαϊκισμό. Οι Αθηναίοι, βέβαια, αργότερα το μετάνιωσαν, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.
Ο δρ Ευάγγελος Κωνσταντέλος είναι ειδικός επιστήμονας Ηθικής και Δεοντολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.






















