Γράφουν οι Γιώτα Μυρτσιώτη και Ελένη Σαμπάνη
Δεν θέλω να ζω αυτό που μπορώ. Θέλω να ζω αυτό που ονειρεύομαι. Εναν κόσμο όπου θα συνυπάρχουμε και θα σεβόμαστε ο ένας τον άλλο. Κι αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει στις Σέρρες». Ο διάλογος ανάμεσα στον Οδυσσέα και στη μητέρα του στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης, λίγο πριν η αμαξοστοιχία αναχωρήσει για την Αθήνα, σηματοδοτεί τη ρήξη με το παρελθόν και τη φυγή για μια νέα αρχή, μακριά από την κλειστή, συντηρητική κοινωνία της πόλης του. Μόνο που για να φτιάξει τελικά τον κόσμο που ονειρεύεται, επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο.
Ο Γιώργος Καπουτζίδης επέλεξε τη δική του πόλη για να τιτλοφορήσει την τηλεοπτική σειρά «Σέρρες» και να ξετυλίξει εκεί την προσωπική οδύσσεια του ομοφυλόφιλου πρωταγωνιστή, την πολυπλοκότητα των σχέσεων, τον αγώνα για την αποδοχή των σεξουαλικών προτιμήσεων, για να φθάσει στην ουσία που δεν είναι τίποτα άλλο από το ερώτημα: «Μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας και να μας αγαπάνε;».
Στα τραπεζάκια της πλατείας Ελευθερίας, οι Σερραίοι απολαμβάνοντας τον καφέ μπορεί να σχολιάζουν τις τολμηρές ερωτικές σκηνές ή τους συμπολίτες τους που εμφανίζονται στη σειρά ως κομπάρσοι, ακραίες φωνές συντηρητισμού όμως δεν έχουν ακουστεί. Αντίθετα, η προβολή της πόλης αποτελεί αφορμή για μια καταβύθιση στην αυτογνωσία της σύγχρονης επαρχιακής μεγαλούπολης. Η «Κ» απευθύνθηκε σε Σερραίους που αφουγκράζονται την κοινωνία, για να διερευνήσει πώς αποδέχονται μια σειρά που βγάζει εκτός συνόρων μέσα από το διεθνές συνδρομητικό κανάλι την οπτική της ελληνικής επαρχίας στην ομοφυλοφιλία, στις προκαταλήψεις και τις συνέπειες του σεξουαλικού προσανατολισμού.

«Tρέχουν» παράλληκα και «δεύτερες ιστορίες», όπως αυτή της κολλητής του Οδυσσέα, του κεντρικού χαρακτήρα.
«Σε μια χώρα που έχει υποφέρει από γραφικότητες με γεγονότα ασέβειας προς την τέχνη, όπου μπερδεύουμε την καλλιτεχνική οπτική με την καθημερινότητα, με πιο πρόσφατη την αποκαθήλωση έργων τέχνης στην Πινακοθήκη, η κοινωνία των Σερρών δείχνει ανεκτικότητα», μας λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, Γιώργος Ανδρέου. Είναι κοινώς αποδεκτό πως αυτό οφείλεται και στον Γιώργο Καπουτζίδη.
«Οφελος για την πόλη»
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βασίλης Τζανακάρης δεν έχει δει τη σειρά, δέχθηκε όμως αρκετά τηλεφωνήματα από φίλους και γνωστούς που ζουν εκτός Σερρών. «“Τι γίνεται στην πόλη σας, Βασίλη; Είναι αλήθεια όλα αυτά που διαδραματίζονται στις ‘Σέρρες’;” με ρωτούν. Τους εξηγώ πως δεν πρόκειται για πραγματικά γεγονότα, αλλά για μυθοπλασία μέσα από την οποία ο δημιουργός, με τη δική του εκφορά λόγου και εικόνας, εκφράζει την άποψή του».
Ποια είναι όμως η δική του άποψη; «Είμαι ανοιχτός σε κάθε δημιουργία, σε οτιδήποτε έχει σχέση με την ελευθερία του ατόμου να ασχολείται και να διαθέτει τον εαυτό του όπως θέλει, αρκεί να μη φτάνει στα άκρα. Και μόνο που η πόλη βγαίνει προς τα έξω είναι προς όφελός της». Ο Καπουτζίδης, συνεχίζει, είναι «προικισμένο άτομο, ανοιχτό μυαλό, που δεν διστάζει να εκφράσει την άποψή του. Ωραιοποιεί “τας Σέρρας”, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Η πόλη όμως που ζω, πνίγει τη δημιουργία», επισημαίνει. Και εξηγεί: «Οπως όλες οι επαρχίες, έτσι και οι Σέρρες είναι επικίνδυνες γι’ αυτούς που έχουν όνειρα και φτερά. Διαθέτουν περισσότερα νύχια που ξεσκίζουν τα φτερά. Επειδή είναι κλειστές κοινωνίες, δεν αποδέχονται το διαφορετικό. Αμα ξεχωρίσεις, αν δεν σε κάνουν “νούμερο”, σε αποκλείουν. Επί 34 χρόνια κυκλοφορούσα το περιοδικό “Γιατί”. Οταν διέκοψα τη λειτουργία του πανηγυρικά το 2009, πάνω από 40 άτομα μου χτύπησαν την πλάτη περίλυποι λέγοντας πως το αγόραζαν από τα περίπτερα. Μα, τα τελευταία χρόνια, ένα περίπτερο το διέθετε και, από τα 10 τεύχη, πουλούσε ένα. Μακριά, λοιπόν, από μια πόλη που δεν διαβάζει. Τρία βιβλιοπωλεία έκλεισαν φέτος, και τα δύο που διαθέτουν μια μεγάλη γκάμα τίτλων φυτοζωούν. Ο Σερραίος μισεί τα βιβλία. Κι αν μισείς το διάβασμα, πώς θα είσαι ανοιχτός και ανεκτικός στη διαφορετικότητα;».
«Υπάρχουν και αντιδράσεις»
Μια τοιχογραφία του σύγχρονου κοινωνικού ιστού επιχειρεί ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών. Σερραίος ο ίδιος, γνωρίζει ότι οι συμπατριώτες του εκτιμούν τον σεναριογράφο και νιώθουν περήφανοι για τον συντοπίτη τους δημιουργό. «Οπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στις Σέρρες υπάρχει, δυστυχώς, μια πολύ μεγάλη γκάμα από συντηρητικές φωνές και σε πολλές περιπτώσεις ακροδεξιές, ως προς το πολιτικό πρόσημο, αντιδράσεις. Ενα κομμάτι των αντιδράσεων καλύπτεται από μια κακώς εννοούμενη θρησκοληψία. Παράλληλα υπάρχει και μια προοδευτική, θετική και εγκάρδια αντιμετώπιση, ειδικά για ένα σίριαλ το οποίο αφορά τις μειονότητες ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό, προερχόμενη κυρίως από τον αριστερό χώρο. Στο κέντρο παρατηρούμε μια ήπια δυσφορία ως επί το πλείστον από τις ερωτικές σκηνές, αλλά με μια συναινετική οπτική, ένα βλέμμα κατανόησης και ανεκτικότητας. Αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν κάθε κοινωνία. Οι ίδιες αποχρώσεις υπάρχουν και στις Σέρρες. Η πόλη μας διαφοροποιείται λιγάκι σε σχέση με τις παραθαλάσσιες περιοχές, στις οποίες λόγω του τουρισμού οι κοινωνίες είναι πιο ανοιχτές. Η διαφοροποίηση αυτή έχει βαθύτερα αίτια», αναφέρει ο κ. Ανδρέου. Οφείλεται, όπως εξηγεί, «στην οικονομική κρίση μιας ανθηρής στο παρελθόν αγροτικής περιοχής, που είχε ως αποτέλεσμα ο νομός να πέσει από τις πρώτες στις τελευταίες θέσεις της οικονομικής και παραγωγικής δυναμικής. Οι οικονομικές δυσχέρειες, η υποβάθμιση της καθημερινότητας και η πληθυσμιακή συρρίκνωση παράγουν κοινωνικά συντηρητικά στερεότυπα που υιοθετούνται, δυστυχώς, και από ένα τμήμα της νεολαίας, η οποία επιδεικνύει μεγάλη ακαμψία και συντηρητική αντιμετώπιση ακόμα και για τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Πιστεύω όμως ότι, από τη στιγμή που ένα θέμα δημιουργεί ακόμα και αντιδράσεις, σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να μπει στο κοινωνικό σώμα. Να γίνει σιγά σιγά αντιληπτό αυτό που ουσιαστικά αποτελεί και την πιο δημιουργική έκφραση του ουμανισμού. Μόνον έτσι τελικά η κοινωνία θα κινηθεί μοιραία προς την αλληλοπεριχώρηση, η οποία οφείλει να είναι αγαπητική, ουσιαστική και όχι μόνο τυπική».
Αφουγκραζόμενη καθημερινά την κοινωνία, η δήμαρχος της πόλης Βαρβάρα Μητλιάγκα δεν εισπράττει αρνητικά σχόλια. «Η σειρά είναι καλοδεχούμενη», λέει, «παρά το γεγονός ότι αγγίζει ένα θέμα με το οποίο μερίδες συντηρητικών ανθρώπων δεν θα ήθελαν να ταυτιστεί η πόλη τους. Ο Γιώργος Καπουτζίδης είναι αγαπημένος Σερραίος όλων. Μεγαλώσαμε μαζί, ήμασταν συμφοιτητές στη Νομική Θεσσαλονίκης, και επειδή βίωσε την επαρχία, αγγίζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό με μεγάλη ευαισθησία. Ταυτόχρονα προβάλλει τις απλές ομορφιές της πόλης, τόπους που αγαπάμε: την κοιλάδα των Αγίων Αναργύρων, την πλατεία Ελευθερίας, το κέντρο με τους πεζοδρόμους, την Ακρόπολη –τον λεγόμενο Κουλά– απ’ όπου απολαμβάνουμε τη θέα. Υπάρχει καλύτερη προβολή για τις Σέρρες από τις “Σέρρες”;».
Η γενιά Ζ λέει «ναι»
Είναι ο Καπουτζίδης ο «αγαπημένος Σερραίος» όλων; Ετσι φαίνεται· διότι ρίχνει τους προβολείς στην πόλη του για να μιλήσει με τον πιο «ειλικρινή και ανθρώπινο τρόπο και το γνωστό του χιούμορ για την αποδοχή, τη συμπερίληψη και την αγάπη ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, βάζοντας για πρώτη φορά στο κάδρο το “Ι” του ακρωνυμίου ΛΟΑΤΚΙ, τα intersex ή διαφυλικά άτομα», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Κ» η 27χρονη Σερραία Μαρία Δημητρίου.
Η επίσης 27χρονη Χριστίνα Σαρακατσάνου μεγάλωσε στις Σέρρες, αλλά τα τελευταία εννέα χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη. Οπως λέει, «ο Καπουτζίδης δεν είχε σκοπό να κάνει ταξιδιωτική εκπομπή. Η σειρά δείχνει τις Σέρρες όπως τις ένιωσε ο ίδιος, με τη νοσταλγία και την οικειότητα που νιώθει όταν επιστρέφει εκεί. Ετσι κι εγώ, κάθε φορά που γυρίζω αισθάνομαι ότι είναι το σπίτι μου, περπατάω στα δρομάκια και με πλημμυρίζει μια γλυκιά νοσταλγία.

Η θεία του Οδυσσέα μπαίνει με έναν αναπάντεχο τρόπο στην όλη συζήτηση περί φύλου.
»Τα πλάνα είναι γυρισμένα στις όμορφες γωνιές της πόλης, χωρίς φυσικά να δείχνουν την πιο άσχημη πλευρά της. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός της σειράς. Εδώ βλέπουμε την κοιλάδα όπου πηγαίνει για ποδηλατάδα ο Οδυσσέας με τον Αγγελο, τη λίμνη Κερκίνη, χωρίς να απουσιάζουν φυσικά και τα πλάνα από τους κεντρικούς και πολυσύχναστους δρόμους της.
»Οι Σέρρες είναι μικρή κοινωνία. Οπως σε κάθε πόλη, υπάρχουν οι ομοφοβικοί, οι ρατσιστές, αλλά και οι συμπονετικοί άνθρωποι. Επειδή όμως όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, είναι πιο εύκολο να γίνουν αντιληπτά αυτά τα χαρακτηριστικά. Υπάρχει κουτσομπολιό και η τάση να χώνουν τη μύτη τους εκεί που δεν τους σπέρνουν, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει το περιθώριο για την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων και αρκετή στοργή».
Ο 23χρονος Φώτης Παύλου θυμάται πως όταν ήταν το προηγούμενο διάστημα στις Σέρρες, στο διπλανό τετράγωνο υπήρχε το σπίτι όπου πραγματοποιούνταν τα γυρίσματα της ομώνυμης σειράς του Γιώργου Καπουτζίδη. «Δεν είχα την ευκαιρία να το δω από μέσα, αλλά μου είχαν πει –ακόμη και η γιαγιά μου– ότι ήταν ακριβώς όπως φαινόταν στην τηλεόραση. Ο Καπουτζίδης είναι ιδιαίτερα αγαπητός, όχι μόνο σε εμένα, αλλά και στους περισσότερους κατοίκους της πόλης. Τον θαυμάζω για τον τρόπο που σε κάθε του δουλειά καταπιάνεται με σοβαρά κοινωνικά ζητήματα και τα φέρνει στο προσκήνιο με ευαισθησία και χιούμορ. Αυτό ακριβώς κάνει και στις “Σέρρες”. Μου αρέσει που προσεγγίζει την ομοφυλοφιλία με αυτόν τον τρόπο, παρουσιάζοντας την ιδέα ενός γκέι καφέ στην επαρχία, χωρίς υπερβολές ή δραματοποιήσεις. Είναι μια σημαντική κίνηση για την πόλη μας, γιατί προβάλλει εικόνες μιας κοινωνίας πιο ανοιχτής, ακόμη κι αν αυτές δεν αντανακλούν πλήρως την πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά δεν θεωρώ πως αν όντως άνοιγε κάποιος ένα γκέι καφέ στην πόλη θα υπήρχαν αντιδράσεις ή οι κάτοικοι θα το έβλεπαν σαν κάτι διαφορετικό από τα υπόλοιπα».
Στη Γεωργία Κουδέρη, 28 χρόνων, έκανε εντύπωση όταν είδε την πόλη της μέσα από τη σειρά του Γιώργου Καπουτζίδη. «Ελεγα “ρε φίλε, πραγματικά φαίνεται πάρα πολύ όμορφη η πόλη στον φακό”. Παρόλο που πολλά παιδιά φεύγουν και πηγαίνουν στα αστικά κέντρα, εγώ ομολογώ ότι οι Σέρρες μού αρέσουν και για αυτό έχω επιλέξει να ζήσω εδώ.
»Τώρα όσον αφορά τη σειρά, βλέπουμε στη δεύτερη σεζόν ότι ο πρωταγωνιστής ανοίγει ένα γκέι καφέ στην πόλη, κάτι που απ’ όσο γνωρίζω δεν υπάρχει προς το παρόν. Δεν λείπουν όμως τα μαγαζιά με χαλαρό και ευχάριστο στυλ, που δεν θυμίζουν και τόσο επαρχία.
»Ο Καπουτζίδης βάζει μέσα στοιχεία τα οποία μπορεί να μην αντικατοπτρίζουν πιστά την πραγματικότητα, αλλά λειτουργούν συμβολικά και αποπνέουν κάτι οικείο. Παρουσιάζει τις Σέρρες μέσα από μια οικογένεια και με χιούμορ μάς μιλάει για τους περίεργους γείτονες, το σόι που μπλέκεται παντού, και φυσικά το γεγονός ότι όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Αυτά είναι στοιχεία που όντως υπάρχουν στις Σέρρες, αλλά και σε κάθε μικρή κοινωνία.
»Δεν έχω ακούσει προς το παρόν μεγαλύτερους να τη συζητούν, αλλά ξέρω ότι πολλοί θα ήθελαν να τη δουν, καθώς ο Καπουτζίδης είναι αγαπητός, όχι μόνο επειδή είναι Σερραίος, αλλά κυρίως γιατί είναι ταλαντούχος καλλιτέχνης».




























