 
                                  
                                                        Του Μανώλη Κωστίδη
Με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αναφέρει πως «η Τουρκία δεν είναι οποιαδήποτε χώρα» και να ζητάει ειδική μεταχείριση για την ευρωπαϊκή πορεία της, και τον Γερμανό καγκελάριο να θέτει ζητήματα κράτους δικαίου και κριτηρίων Κοπεγχάγης ολοκληρώθηκαν η συνάντηση και η συνέντευξη Τύπου των δύο ηγετών στην Αγκυρα. Οι κ. Μερτς και Ερντογάν συμφώνησαν όμως στα ζητήματα αμυντικής συνεργασίας, των Eurofighter, αλλά μπροστά στις κάμερες είχαν αντιπαράθεση για το Ισραήλ και τη Γάζα. Προκάλεσε εντύπωση πως κανένας από τους δύο δεν έκανε αναφορά στον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα SAFE.
Ο κ. Μερτς είχε φθάσει στην Αγκυρα το βράδυ της Τετάρτης, και το μεσημέρι της Πέμπτης ο κ. Ερντογάν τον υποδέχθηκε στο προεδρικό μέγαρο. Επειτα από συνομιλίες που είχαν διάρκεια περίπου δύο ωρών, οι δύο ηγέτες παραχώρησαν κοινή συνέντευξη Τύπου. Ενα από τα κυρίαρχα θέματα ήταν η αμυντική συνεργασία, με αιχμή την αγορά από την Τουρκία των μαχητικών Eurofighter.
Ο κ. Μερτς ανέφερε ότι «ως Γερμανοί, ως Ευρωπαίοι πρέπει να αναπτύξουμε τις στρατηγικές συνεργασίες μας και η Τουρκία δεν πρέπει να μείνει εκτός αυτής της διαδικασίας. Η Τουρκία είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας σε σχεδόν όλα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας που μας απασχολούν. Η Γερμανία και η Τουρκία, ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, έχουν κοινά συμφέροντα. Είμαστε στην ευχάριστη θέση να αναφέρουμε ότι η Τουρκία απoφάσισε να αποκτήσει 20 Eurofighter, μετά την έγκριση και της Γερμανίας. Αυτά τα αεροσκάφη θα εξυπηρετήσουν τη συλλογική ασφάλειά μας».
Ο κ. Ερντογάν ζήτησε περισσότερη συνεργασία στον αμυντικό τομέα και δήλωσε: «Υπό το πρίσμα των μεταβαλλόμενων συνθηκών ασφάλειας στην Ευρώπη πρέπει να αφήσουμε πίσω μας τις δυσκολίες του παρελθόντος στην προμήθεια προϊόντων αμυντικής βιομηχανίας και να επικεντρωθούμε σε κοινά έργα. Χαιρετίζουμε τα θετικά βήματα που έκανε πρόσφατα η Γερμανία σε αυτόν τον τομέα, όπως η διαδικασία Eurofighter. Μπορούμε να ενισχύσουμε περαιτέρω αυτή τη συνεργασία με τη λογική του καζάν – καζάν (win – win)».
Για τις ευρωτουρκικές σχέσεις ο Μερτς δήλωσε αρχικά ότι «θέλουμε να δούμε την Τουρκία στην Ε.Ε.», κάνοντας λόγο για την έναρξη ενός στρατηγικού διαλόγου με την Αγκυρα, τονίζοντας όμως ότι «ο δρόμος για την Ε.Ε. περνάει από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης» και προσθέτοντας ότι «οι αποφάσεις που ελήφθησαν στην Τουρκία δεν πληρούν τους όρους της Κοπεγχάγης. Αυτή δεν είναι μόνο η αξιολόγηση της Γερμανίας, αλλά ολόκληρης της Ε.Ε. Το συζητήσαμε λεπτομερώς και εξέφρασα τις ανησυχίες μου. Για παράδειγμα δήλωσα ότι υπάρχουν ζητήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας που είναι ασύμβατα με τη δική μας κατανόηση». Από την πλευρά του ο Ερντογάν αντέτεινε πως «αν υπάρχουν κριτήρια της Κοπεγχάγης για προσέγγιση με Ευρώπη, κι εμείς έχουμε κριτήρια της Αγκυρας».
Ο κ. Μερτς ξεκαθάρισε πως η Γερμανία θα στέκεται πάντα στο πλευρό του Ισραήλ. «Το Ισραήλ άσκησε το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα και με μόνο μία απόφαση θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί περιττές θυσίες. Η Χαμάς θα μπορούσε να είχε απελευθερώσει τους ομήρους νωρίτερα και να είχε καταθέσει τα όπλα της».
Αυτή η δήλωση προκάλεσε την αντίδραση του κ. Ερντογάν, ο οποίος υποστήριξε ότι το Ισραήλ «διαθέτει πυρηνικά και άλλα όπλα με τα οποία απειλεί και πλήττει τη Γάζα, ενώ η Χαμάς δεν έχει τίποτα από αυτά», ενώ μίλησε για προσπάθειες γενοκτονίας του Ισραήλ στη Γάζα. Εσείς ως Γερμανία δεν το βλέπετε αυτό, δεν το παρακολουθείτε αυτό;», ανέφερε. Eν τω μεταξύ, πηγές του υπ. Αμυνας της Τουρκίας τρεις ημέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας διέψευσαν τις επίσημες δηλώσεις για το κόστος της αγοράς των 20 αεροσκαφών Eurofighter και το μείωσαν κατά 2,6 δισ. στερλίνες, σε σχέση με τις αρχικές ανακοινώσεις των Βρετανών και όλων των τουρκικών μέσων ενημέρωσης.
Σύμφωνα με τις πηγές του υπ. Αμυνας της γειτονικής χώρας, «μαζί με τα αεροσκάφη και τον εξοπλισμό αποστολής αεροσκαφών και διάφορους τύπους και ποσότητες πυρομαχικών που περιλαμβάνονται στην προμήθεια, το κόστος ανέρχεται σε περίπου 5,4 δισ. βρετανικές λίρες». Ομως ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ μετά την υπογραφή της συμφωνίας είχε ανακοινώσει πως έχει αξία 8 δισ. στερλινών. Πολιτικοί αναλυτές τις γειτονικής χώρας παρατηρούν πως υπήρξαν πολλές αντιδράσεις από την τουρκική αντιπολίτευση για το τεράστιο κόστος της αγοράς και παρατηρούν πως στις επίσημες ανακοινώσεις του Βρετανού πρωθυπουργού απάντησαν οι «πηγές» του υπ. Αμυνας και δεν έχει γίνει επίσημη δήλωση για το ακριβές κόστος της συμφωνίας.


























